Μαρία Ελένη Νάκου  |  19/09/2021

Η σημασία της Πρώιμης Διάγνωσης και Έγκαιρης Παρέμβασης στη Δυσλεξία

Η Δυσλεξία παρουσιάζεται με ανομοιογενή συμπτώματα και βαθμό σοβαρότητας στο
εκάστοτε άτομο. Για το λόγο αυτό τα παιδία που παρουσιάζουν τη συγκεκριμένη
ειδική αναπτυξιακή διαταραχή δεν ανήκουν σε μία ορισμένη ομάδα, καθώς τα
ελλείμματά τους διαφέρουν, και αυτό δημιουργεί κάθε φορά μία ετερογενή κλινική
εικόνα σε εξελικτικό, ακαδημαϊκό και ψυχοκοινωνικό επίπεδο. Επιπλέον, τα
συμπτώματα είναι διαφορετικά αναλόγως και με τη χρονολογική εμφάνιση της
δυσλεξίας (εξελικτική ή επίκτητη).


Η ολοκληρωμένη, λοιπόν, διάγνωση απαιτεί την ένταξη του μαθητή στο Δημοτικό
Σχολείο για την εμπεριστατωμένη εξιχνίαση και επιβεβαίωση των συμπτωμάτων.
Ωστόσο, μέσω γλωσσικών και εξωγλωσσικών δεικτών εντοπίζονται τα παιδιά
προσχολικής ηλικίας που ανήκουν σε ομάδα υψηλής επικινδυνότητας. Συχνά
συμπτώματα αυτής της ηλικιακής ομάδας αποτελούν οι δυσκολίες στον προφορικό
λόγο, η καθυστέρηση ομιλίας και η συναισθηματική ανωριμότητα. Ακόμη, την
κλινική εικόνα συνθέτουν η δυσκολία έκφρασης και αποστήθισης παιδικών
τραγουδιών, η σύγχυση λέξεων και η ανικανότητα εξιστόρησης ενός γεγονότος σε
μία αλληλουχία.


Πρωτεύοντα ρόλο στη διαταραχή της δυσλεξίας αποτελεί η ορθή και έγκαιρη
διάγνωση και στη συνέχεια παρέμβαση για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της.
Ειδικότερα, η έγκυρη διάγνωση συμβάλλει άμεσα στην υπέρβαση δυσκολιών, οι
οποίες δεν αφορούν μονάχα το γνωστικό επίπεδο, αλλά και την αποφυγή
παρουσίασης και εγκαθίδρυσης προβλημάτων συναισθηματικού, κοινωνικού και
συγχρόνως συμπεριφορικού χαρακτήρα. Συνεπώς, μία παρέμβαση πρώιμου σταδίου
σε προσχολική ηλικία έχει πιο θετική και άμεση επίδραση κατά τη θεραπευτική
διαδικασία.


Ειδικότερα, μία διαγνωστική ομάδα απαρτισμένη από ειδικούς επιστήμονες ποικίλων
κλάδων (π.χ. ψυχολογίας, λογοθεραπείας, εργοθεραπείας, αναπτυξιακής ιατρικής
κ.ά.) σε συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς αποτελούν μία
ολοκληρωμένη ομάδα έγκυρης διάγνωσης και αξιολόγησης του εκάστοτε παιδιού που
αντιμετωπίζει γενικευμένες ή ειδικές δυσκολίες μάθησης.


Σημαντική θεωρείται, λοιπόν, η διαφοροποιημένη διδασκαλία σε συνδυασμό με τη
μαθητοκεντρική προσέγγιση των παιδιών. Η προσαρμογή του αναλυτικού
προγράμματος, επομένως στις ιδιαιτερότητες και ανάγκες του εκάστοτε μαθητή,
μπορεί να πραγματοποιηθεί με ποικίλα μέσα, όπως με τις πολυαισθητηριακές
μεθόδους, τα άτυπα περιβάλλοντα μάθησης, καθώς και τη χρήση νέων τεχνολογιών.
Με αυτόν τον τρόπο συμπεριλαμβάνονται όσο το δυνατό περισσότερες κουλτούρες,
ενδιαφέροντα και μαθησιακά στυλ των μαθητών είναι εφικτό, ενώ ταυτόχρονα η
χρήση της τεχνολογίας αντισταθμίζει τις δυσκολίες του παιδιού με δυσλεξία μέσα
από δραστηριότητες που απαιτούν τη χρήση άλλων ήδη ανεπτυγμένων δεξιοτήτων
του.


Καταλήγοντας, η πολύπλευρη σύνθεση ενός παιδαγωγικού προγράμματος
παρέμβασης από τους εκπαιδευτικούς κρίνεται καθοριστικής σημασίας για την

υπερπήδηση των εμποδίων που δημιουργεί η διαταραχή της δυσλεξίας στις πρώτες
τάξης του Δημοτικού.